- προεκκενῶσαι
- προεκκενῶσαι , πρό-ἐκκενόωempty outaor inf actπροεκκενῶσαι , πρό-ἐκκενόωempty outaor inf act
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προεκκενώ — όω, Α 1. εκκενώνω, αδειάζω προηγουμένως 2. μτφ. (σχετικά με θέμα) εξαντλώ («οὐ γὰρ προεκκενῶσαι χρὴ πάντα», Σχόλ. Ερμογ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκκενῶ «εκκενώνω, αδειάζω»] … Dictionary of Greek